Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀποκριθῇ — ἀποκρῐθῇ , ἀποκρίνω set apart aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρίθη — ἀποκρί̆θη , ἀποκρίνω set apart aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)